- κλέπται
- κλέπτηςthiefmasc nom/voc plκλέπτᾱͅ , κλέπτηςthiefmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
хуса — набег, засада , только русск. цслав. (Георг. Амарт.), хусити разбойничать (Феодоритский псалт. Х в., Златоструй ХII в.; см. Срезн. III, 1423), др. болг. χονσά ̇ παρὰ αουλγάροις οἱ κλέπται (Суидас, Lех. 2, 2, 1650; см. Томашек, Zschr. f. österr.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
КАКУРГИ — • Κακου̃ργοι, злодеи, употребляющие в дело хитрость и насилие, в техническом смысле обыкновенные преступники. Сюда относятся воры (κλέπται), воры, совершающие кражу со взломом (τοιχωρύχοι), снимающие насильно платье (λωποδύται),… … Реальный словарь классических древностей
Zalokostas — Zalokostas, Georg, geb. um 1806 in der Nähe von Janina, nahm am Griechischen Unabhängigkeitskampfe von 1821 Theil u. betheiligte sich bes. mit Auszeichnung an der Vertheidigung von Missolonghi 1826, bekleidete später unter der Regierung des… … Pierer's Universal-Lexikon
SPOLIARIUM — Rhodigino l. 10. Antiq. Lect. c. 5. et l. 17. c. 8. fuit locus, in quo rei vel gladiatores semivivi olim necabantur, iuxta illud Senecae in Epist. Numquid aliquem tam cupidum esse vitae putas, ut iugulari in Spoliario, quam in harena, malit.… … Hofmann J. Lexicon universale
κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… … Dictionary of Greek
λάκοποι — λάκοποι, οί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχἡ τις, ἔνθα οἱ κλέπται κρίνονται», ανακριτές, δικαστές κλεπτών … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
Ζαλοκώστας, Γεώργιος — (Συρράκο, Ήπειρος 1805 – Αθήνα 1858). Ποιητής και αγωνιστής του 1821. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, στο Λιβόρνο, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία (κυρίως Ηπειρώτες) και πολλοί οπαδοί του Ρήγα (αργότερα έγινε και αυτός θαυμαστής… … Dictionary of Greek
κλέπτ' — κλέπτα , κλέπτης thief masc voc sg κλέπτα , κλέπτης thief masc nom sg (epic) κλέπται , κλέπτης thief masc nom/voc pl κλέπτᾱͅ , κλέπτης thief masc dat sg (doric aeolic) κλέπτι , κλέπτις she thief fem voc sg κλέπτε , κλέπτω clepere pres imperat act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bher-1 — bher 1 English meaning: to bear, carry Deutsche Übersetzung: “tragen, bringen” etc (also Leibesfrucht tragen; med. “ferri”), also “aufheben, erheben” Grammatical information: The root bher , forms the exceptional both themat. and… … Proto-Indo-European etymological dictionary